ἐκδημία

ἐκδημία
-ας N 1 0-0-0-0-1=1 3 Mc 4,11
going or being abroad
Cf. SPICQ 1982, 246-248

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκδημία — ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc/acc dual ἐκδημίᾱ , ἐκδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδημία — ἐκδημία, η (AM) αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος αρχ. 1. αναχώρηση από έναν τόπο 2. εξορία 3. πληθ. αἱ ἐκδημίαι δημόσιες αποστολές στο εξωτερικό …   Dictionary of Greek

  • ἐκδημίᾳ — ἐκδημίαι , ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδημίας — ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem acc pl ἐκδημίᾱς , ἐκδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδημίαι — ἐκδημία going fem nom/voc pl ἐκδημίᾱͅ , ἐκδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδημίαν — ἐκδημίᾱν , ἐκδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδημίαις — ἐκδημία going fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκδημίην — ἐκδημία going fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδήμησις — ἐκδήμησις, η (Μ) εκδημία, θάνατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”